- επακτικός
- ἐπακτικός, -ή, -όν (Α) [επάγω]1. επαγωγικός, ο αναφερόμενος στην επαγωγή ή αυτός που γίνεται με επαγωγή2. αυτός που διεγείρει, που παρακινεί ή που συμβάλλει, που συντελεί σε κάτι3. ελκυστικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, ευχάριστος.επίρρ...επακτικώςεπαγωγικώς, με επαγωγή.
Dictionary of Greek. 2013.